26/04/2019
"Η ιδιωτική μου αντωνυμία" του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη ήρθε και με βρήκε τελείως συμπτωματικά σε μια φάση που στις συζητήσεις και τις σκέψεις μου κυριαρχούσε μια απορία, που με ταλάνιζε τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και ως αναγνώστρια. Η απορία είναι η εξής: πόσο πολύ να ενδιαφέρει κάποιον άγνωστο η ιστορία της ζωής σου; Θα αφήσω στην άκρη το προσωπικό επίπεδο -με την παρένθεση, ωστόσο, ότι η λογοτεχνία εμπράκτως δίνει λύσεις σε προσωπικές αναζητήσεις- και θα σταθώ στο ερώτημα, όσο είναι δυνατό, ως αναγνώστρια. Διαβάζοντας, λοιπόν, τον τελευταίο καιρό βιογραφίες, αυτοβιογραφίες και άλλα βιβλία που ισορροπούν μεταξύ μυθιστοριογραφίας και πραγματικής ζωής, το ερώτημα έγινε ακόμα πιο επιτακτικό. Πόσο, λοιπόν, μας ενδιαφέρει ένα «μεταμοντέρνο παραμιλητό», όπως ο ίδιος ο Χατζημωυσιάδης γράφει ή η «αυτοδιηγητική αφήγηση ανάγνωσης με αρχή, μέση και τέλος», όπως ο ίδιος πάλι αναφέρει στο τελευταίο του βιβλίο; Ο Χατζημωυσιάδης μας απαντά μέσα από την "ιδιωτική του αντωνυμία" ότι μπορεί να υπάρξει έντονο ενδιαφέρον ακριβώς στο σημείο εκείνο που οι ζωές μας συναντιούνται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, είτε προσωπικά είτε αναγνωστικά. Είναι το σημείο εκείνο που αντιλαμβάνεσαι ότι είναι σαν να ζεις κι εσύ μαζί με τον συγγραφέα, σαν να συνδιαλέγεσαι και να μοιράζεσαι τις κατά τ’ άλλα ολοδικές του αναμνήσεις. Δεν είναι άραγε αυτό μια από τις μεγαλύτερες επιθυμίες των συγγραφέων; Να βρει ο αναγνώστης στα γραπτά τους τον εαυτό του.
Αυτό το συναίσθημα της κοινής εμπειρίας με ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι όντως υπάρχουν κοινές εμπειρίες. Πόσο να διαφέρει η ζωή όταν μεγαλώνεις σε χωρίο της Δυτικής Μακεδονίας; Οι αγροτικές εργασίες, ο μόχθος, τα καπνά, οι ντομάτες και τ’ αμπέλια, αυτές οι ανυπέρβλητες φιγούρες στα καφενεία και οι Βαλκάνιες σερβιτόρες. Κι έπειτα τα κουτσομπολιά, οι παραδόσεις, οι επαρχιακές συνήθειες αλλά και οι δυσκολίες για τα ανυποψίαστα παιδιά και τους εφήβους που δεν αντέχουν άλλο εκεί όπου μεγάλωσαν, «στο χωριό της κακιάς ώρας». Άλλοι αναγνώστες μπορεί να βρουν κι άλλα σημεία να ταυτιστούν. Μπορεί όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας να κόντεψαν να πεθάνουν από πνευμονία στα δυο τους χρόνια, να κρατούσαν ημερολόγιο, να μην τα έφτιαξαν ποτέ με μια Ελένη, να σημάδευαν κεραμιδάκια, να έκαναν παιδικές αταξίες, να φιλοτεχνούσαν χαρταετούς, να ντύνονταν παπαδάκια κάθε Πάσχα για να πλευρίσουν κορίτσια, να αγαπούσαν τις καλοκαιρινές μπόρες, να έγιναν φιλόλογοι που «προσπαθούν να δώσουν στους μαθητές τους ένα βασικό περίγραμμα της υπαρξιακής αγωνίας», να τους άρεσε ως παιδιά να ζωγραφίζουν κλαίουσες ιτιές και ως ενήλικες να ξενυχτούν για να γράψουν, ν’ αγαπούσαν τον Τσιπιρίπο και να’ χαν πατεράδες που αγαπούσαν το περμανάντ της μαμάς τους. Δεν θα’ ναι, όμως, μόνο το κοινό βίωμα με τον συγγραφέα, θέλω να τους προειδοποιήσω, που θα πυροδοτήσει τα συναισθήματά τους. Οι ιστορίες του Χατζημωυσιάδη τριγυρνούσαν στο μυαλό μου για πολλές μέρες μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κι έτσι έπρεπε να βρω μια εξήγηση όχι τόσο ρηχή ή οφθαλμοφανή.
Ήταν ο τρόπος γραφής του Χατζημωυσιάδη που έκανε τη διαφορά γιατί καταφέρνει να σε ταξιδέψει σε ένα παρελθόν που μπορεί να είναι και δικό σου. Γράφει για τη ζωή του αλλά δεν το κάνει αναχρονιστικά ή νοσταλγικά, το λέει και ο ίδιος στο «Άχνη»: […] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικό από τη νοσταλγία, που όλα τα στρογγυλεύει και όλα τα δικαιώνει και όλα τα γλυκαίνει […]. Γράφει μινιατούρες, τόσο μικρά κείμενα, που αναρωτιέται κι εκπλήσσεται κανείς με την πυκνότητα του λόγου και τη δεινότητα της γραφής, σαν να είναι η κάθε ιστορία μόνη της ολόκληρο το έργο. Κι έπειτα είναι εκείνο το στοιχείο του αιφνιδιασμού που φέρουν οι κατακλείδες του και έτσι οι ιστορίες του είναι αδύνατο να ξεχαστούν. Η διεκειμενικότητα είναι άλλο χαρακτηριστικό του. Μέσα από τις λέξεις του ξεπροβάλλουν τα δικά του αναγνώσματα, εκείνων των συγγραφέων «που τον αρπάζουν απ’ το λαιμό, τον σηκώνουν στον αέρα και του σφίγγουν το λαρύγγι». Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι εκείνος ο συγγραφέας από την Καισαριανή με το πεινασμένο του ψαράκι αν όχι ο Χάκκας; Και σε ποιο άλλο έργο να παραπέμπει το κείμενο με τον τίτλο «ο Θάνατος του Γρηγόρη» αν όχι στην Μεταμόρφωση του Κάφκα;
Συγκινητική είναι και η κατάθεση της συγγραφικής του προσπάθειας. Υπάρχουν ιστορίες στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται η συγγραφική του μάχη. «Αέρα!» γράφει και μια καινούργια συγγραφική «αιματοχυσία εκτυλίσσεται εντός του». Συνδιαλέγεται με τον εαυτό του καθημερινά, παρατηρεί και φιλτράρει την παρουσία άλλων ανθρώπων γύρω του, «η ανασκάλεψη της μνήμης είναι καθημερινή σκαπάνη» και το πληκτρολόγιό του είναι βασικό εργαλείο σε καθημερινή βάση. Χρειάζεται κόπο, χρόνο και διαύγεια για να βρει τις σωστές λέξεις ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες που «λιμνάζουν μέσα του» και περιμένουν την έμπνευση, «όπως τα ζεστά καλοκαίρια περιμένουν τις βροχές του φθινοπώρου». Στο κείμενο με τίτλο Οι δικές μου λέξεις γράφει: «Δεν θέλω τις λέξεις μου υπάκουες και υποταγμένες. Ημιτελείς νοήματος με ευνουχισμένες σημασίες. […] Θέλω τις λέξεις μου μωράκια του βρεφονηπιακού, να τρίβουνε τα νυσταγμένα μάτια τους μπροστά στη νέα μέρα. Θέλω τις λέξεις μου κουρασμένες ιερόδουλες, να επιστρέφουν από την ολονύχτια βιοπάλη για να αποκοιμηθούν στην αγκαλιά του αγαπημένου τους». Κι αν για κάποια πρόσωπα ή περιστατικά της ζωής του δεν μπορεί να γράψει τους ζητά συγνώμη, γιατί είναι «ο ίδιος που δεν στάθηκε αντάξιός τους». Όπως «ο διπλανός του στο θρανίο Γιάννης που πήγε και κρεμάστηκε στη Λάρισα, μια γκόμενα που είχε στο πανεπιστήμιο και του’ κανε τον βίο αβίωτο, έναν Ρώσο πανεπιστημιακό με ποντιακή καταγωγή που δούλεψε ένα καλοκαίρι στις ντομάτες του πατέρα του και μια μαθήτριά του στη Θεσσαλονίκη που κεκέδιζε μόνο όταν μιλούσε για τη μητέρα της». Ζητά συγνώμη από τιμιότητα απέναντι στον αναγνώστη και από δέος μπροστά σ’ αυτές τις ανθρώπινες ζωές, που οι ιστορίες τους τελικά όχι μόνο είναι εκεί γραμμένες αλλά φτιάχνουν μια από τις πιο όμορφες ιστορίες του βιβλίου.
Η γραφή, επίσης, είναι ο τρόπος του να πάρει θέση. Είναι η ίδια η γραφή του μια πολιτική πράξη και μια συνεχής υπαρξιακή αναζήτηση. Ο Χατζημωυσιάδης τοποθετείται ξεκάθαρα όταν αφιερώνει μια ιστορία του στην Φανή Α., όταν «πετάει σωσίβια δεξιά και αριστερά» κάπου στο Φαρμακονήσι, όταν παραδέχεται ότι ως φιλόλογος «καθοδηγεί νέους που θα ξενιτευτούν», όταν γράφει για ήρωες με «βασικό της πείνας, απλήρωτες υπερωρίες και επιδόματα ανεργίας» που καθηλώνονται στα πατρικά τους σπίτια ή όταν το σπίτι τους είναι «γωνία Μελετίου και Άθωνος, το αριστερό παγκάκι». Γράφει για ανθρώπους άρρωστους, μετανιωμένους, στοιχειωμένους, ανήμπορους και κυνηγημένους άλλοτε από τον ρατσισμό και τη μετανάστευση και άλλοτε από την αδικία, τη μοναξιά, τα γηρατειά ή και την αντιπαροχή ακόμα. Η θεματολογία του αυτή δείχνει τον ενεργό του ρόλο, όχι ως πράξη αντίδρασης και υπεροψίας ενός ανθρώπου που γράφοντας εξιλεώνεται, καθότι έπραξε το καθήκον του, αλλά ενός ανθρώπου που εκθέτει τη γνώμη του δημοσίως και αναλαμβάνει την ευθύνη. Δεν είναι σκοπός του να ασκήσει συγγραφική γοητεία, άλλωστε από το νηπιαγωγείο «κατακρημνίστηκε πολλές φορές το αυτάρεσκο εγώ του», γεγονός που αποδείχθηκε -φαίνεται ολοκάθαρα πια- «εξαιρετικά ωφέλιμο από υπαρξιακής, πολιτικής και λογοτεχνικής πλευράς».
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά μας επιβεβαιώνουν ότι για να γράψει κανείς τόσο όμορφες ιστορίες, πρέπει να έχει δυνατό βίωμα, ισχυρή παρατήρηση ή και τα δυο. Η φυσική ενόρμηση και το συγγραφικό ταλέντο θεωρούνται δεδομένα. Η περίπτωση του Χατζημωυσιάδη ανήκει σ’αυτήν την κατηγορία, όπου βίωμα, παρατήρηση και ταλέντο κάνουν τις μινιατούρες του μαγευτικές και τις αντωνυμίες του τον ωραιότερο τρόπο να γράψει κανείς για τη ζωή του. Κι αν στην ουσία πρόκειται για εκείνα τα κλιτά μέρη του λόγου που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τα ουσιαστικά ή επίθετα που παραλείπονται, μια γραμματική στη λογοτεχνία δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παράλειψη. Όλα λέγονται ακόμα και τα ανείπωτα. Ή μάλλον όλα γράφονται, θα έλεγε ο Χατζημωυσιάδης. Ακόμα κι αυτά για τα οποία ζητάς συγνώμη διότι θεωρείς ότι «διατελείς ενώπιον τους ακόμη ανεξεταστέος». Ακόμα και αυτά για τα οποία δεν χρειάζεται να αναφέρεις και στη συνέχεια να αντικαταστήσεις το όνομά τους με μια αντωνυμία. Κι ας είναι συναισθήματα ή εμπειρίες. Αναμνήσεις ή μυρωδιές. Εικόνες ή αγγίγματα. Ο Χατζημωυσιάδης συνέθεσε μια γραμματική ταξινόμηση όχι μόνο λέξεων, αλλά και έντονων συναισθημάτων, αξεπέραστων εμπειριών, ανεξίτηλων αναμνήσεων, μεθυστικών μυρωδιών, εντυπωσιακών εικόνων και υποδόριων αγγιγμάτων. Των ιδιωτικών του, αλλά αντωνυμικώς, και των αναγνωστών του.
Η ιδιωτική μου αντωνυμία
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
εκδ. Κίχλη (2018)
σελ. 176
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στα Γιαννιτσά. Είναι φιλόλογος κι εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλα έργα του είναι: Τρεις μνήμες και δυο ζωές (Μεταίχμιο, 2005), Καλά μόνο να βρεις (Κέδρος, 2006), Το παραμύθι του ύπνου (Μεταίχμιο, 2011), Αστοχία υλικού (Μεταίχμιο, 2011), Ζώνη πυρός (Μεταίχμιο, 2014).