03/08/2019
Giovanni de Busi, Πορτρέτο ενός Αστρονόμου, Ιταλία, περίπου 1520.
“… Il libro e ligato alla Greca, la scrittura buona et polita, come ho detto…”
(«…το βιβλίο είναι δεμένο alla Greca, η γραφή είναι καλή και καθαρή όπως είπα…»)1.
του Γιώργου Μπουδαλή
Το έργο παρουσιάζει το πορτρέτο ενός άνδρα που από τα τον τρόπο που είναι ντυμένος αλλά και από τα αντικείμενα που τον συνοδεύουν – μια ουράνια σφαίρα, με γραμμένα στο εσωτερικό των κύκλων τα ονόματα διαφόρων αστερισμών και ένα βιβλίο- τον προσδιορίζουν πιθανώς ως καθηγητή (αστρονομίας;) σε κάποιο πανεπιστήμιο της Ιταλίας. Το πορτρέτο πιθανώς να ζωγραφίστηκε μετά τον θάνατο του απεικονιζόμενου, του οποίου τόσο η ταυτότητα, όσο και ο συμβολισμός των διαφόρων στοιχείων του έργου, η χρονολογία του, αλλά και οι επιγραφές που εμφανίζονται στο στηθαίο δεν είναι εύκολο να ερμηνευθούν. Το αντικείμενο στο οποίο θέλω να εστιάσω εδώ είναι το βιβλίο. Κόκκινο, με χαρακτηριστικά στρογγυλεμένη ράχη, μεταλλικούς γόμφους, που προστατεύουν το κάλυμμα από την τριβή, δύο κλείστρα, μάλλον χοντρές πινακίδες με μια χαρακτηριστική αυλάκωση ολόγυρα και βέβαια την ιδιαίτερη διακόσμηση στα άκρα του βιβλίου, του κώδικα.
Κώδικας ονομάζεται το χειρόγραφο βιβλίο – σε αντιδιαστολή με το έντυπο βιβλίο- και το βιβλίο του πίνακα είναι πιθανότατα χειρόγραφο, γραμμένο κάπου στην ανατολική Μεσόγειο, πιθανότατα στην βενετοκρατούμενη εκείνη την εποχή Κρήτη, όπου και σταχώθηκε, βιβλιοδετήθηκε δηλαδή με τρόπο και τεχνική χαρακτηριστικά τόσο της εποχής όσο και της γενικότερης βιβλιοπαραγωγής στο Βυζάντιο και στο μεταβυζάντιο μέχρι τον 17ο αιώνα.
Την εποχή που ο Giovanni de Busi γνωστός και ως Giovanni Cariani (περ. 1490- 1547) ζωγραφίζει το πορτρέτο, γύρω στα 1520, βρισκόμαστε στην ώριμη πια Αναγέννηση που ξεκίνησε περίπου έναν αιώνα πριν στη Φλωρεντία. Η Αναγέννηση είναι φυσικά φαινόμενο πολυδιάστατο και σύνθετο, ωστόσο, σε ό,τι μας αφορά εδώ, υπάρχουν μερικά στοιχεία, που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον πίνακα και την μορφή του βιβλίου σε αυτόν. Το πρώτο στοιχείο είναι ο ουμανισμός της Αναγέννησης, ο οποίος βασίστηκε στην αναβίωση της ελληνορωμαϊκής γνώσης και παιδείας μέσω της διάδοσης και μελέτης των αντίστοιχων κειμένων και βιβλίων. Η όλη διαδικασία γονιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, αφενός από την εφεύρεση της τυπογραφίας εκεί γύρω στα 1450 και την συνακόλουθη αύξηση της διάθεσης στην αγορά βιβλίων τόσο σε αριθμό όσο και σε τίτλους, αφετέρου από την μαζική μετανάστευση στη Δύση κειμένων, βιβλίων και λογίων μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Παρότι ο Μανουήλ Χρυσολωράς (1355-1415) δίδαξε ελληνικά στην Φλωρεντία και την Παβία ήδη από το 1397, η πρώτη ευρείας κλίμακας επαφή της Δύσης με τους βυζαντινούς λόγιους και τα ελληνικά βιβλία φαίνεται να γίνεται με τη σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας μεταξύ των ετών 1437 και 1439.
Ο σκοπός της συνόδου ήταν να γεφυρώσει το χάσμα και να επιλύσει τις δογματικές διαφορές που χώριζαν την καθολική και ορθόδοξη εκκλησία, καθιστώντας έτσι αδύνατη την στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης προς την συρρικνωμένη εκείνη την εποχή βυζαντινή αυτοκρατορία, ώστε αυτή να αντιμετωπίσει την απειλή των Οθωμανών. Στη σύνοδο συμμετείχε η αφρόκρεμα της βυζαντινής πολιτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης, όπως και σημαντικοί κοσμικοί λόγιοι, όπως παράδειγμα ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων και άλλοι, συνολικά μια διπλωματική αποστολή 700 ατόμων. Η αποστολή, τα ρούχα τους, οι τρόποι τους, οι γνώσεις τους και τα βιβλία τους έκαναν μεγάλη εντύπωση, η οποία καταγράφηκε σε μαρτυρίες, σχέδια, και έργα ζωγραφικής και γλυπτικής της εποχής. Η εικόνα του Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου Η΄ με το χαρακτηριστικό σκιάδιο και το μυτερό γένι έκανε τόση εντύπωση, που το προφίλ του, όπως το ζωγράφισε και το έπλασε ο Pisanelo, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ζωγραφική μέχρι και τον 16ο αιώνα ως σχεδόν αρχετυπική εικόνα όχι μόνο των βυζαντινών αυτοκρατόρων αλλά και των φιλοσόφων και αρχαίων ηρώων, μέχρι και του ίδιου του Μωάμεθ του Β΄ του Πορθητή στο χρονικό της Νυρεμβέργης που τυπώθηκε στα 1493.
Η σύνοδος είχε μια πολύ βραχύβια επιτυχία σε πολιτικό επίπεδο εφόσον με την επιστροφή της βυζαντινής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε τόσο έντονη αντίδραση και δυσαρέσκεια, ώστε το αποτέλεσμα της συνόδου να ακυρωθεί και βέβαια τελικά η αυτοκρατορία να καταλυθεί το 1453. Ωστόσο, η παρουσία τόσων επιφανών λογίων και τόσων βιβλίων και κειμένων στην Φλωρεντία για τόσο μεγάλο διάστημα είχε έντονη επίδραση στην επαφή των Δύσης με την αρχαιοελληνική γνώση. Την άλωση της Πόλης ακολούθησε η μαζική έξοδος λογίων και βιβλίων προς τη Δύση, κυρίως φυσικά προς την Ιταλία, αλλά και την βενετοκρατούμενη τότε Κρήτη. Έγινε έτσι ευκολότερο για κάποιον να μάθει αρχαία ελληνικά εφόσον υπήρχαν πλέον αρκετοί Έλληνες λόγιοι διαθέσιμοι να τα διδάξουν και αρκετά βιβλία από τα οποία να διδαχθούν. Αντικατοπτρίζοντας την ουμανιστική διάθεση για μάθηση, είναι χαρακτηριστική της τέχνης αυτής της εποχής η εικόνα εκκλησιαστικών αλλά και κοσμικών προσώπων, που είτε κρατούν ένα βιβλίο- συχνά με ένα δάχτυλο ανάμεσα στα φύλλα εν είδει προσωρινού σελιδοδείκτη - είτε γράφουν, είτε κάθονται σε ένα studiolo περιτριγυρισμένοι από βιβλία κάθε είδους. Σε αυτό το πλαίσιο το βιβλίο του Αστρονόμου που ζωγράφισε ο de Bussi δεν δηλώνει απλώς την γνώση και την παιδεία του προσώπου αλλά πολύ συγκεκριμένα την ελληνική γνώση, εφόσον το βιβλίο έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν αναγνωρίσιμο ως προερχόμενο από την βυζαντινή Ανατολή και πιθανώς ακόμα πιο συγκεκριμένα από την Κρήτη. Δεδομένου ότι βιβλία σταχωμένα alla Greca ή all modo Greco εμφανίζονται και δηλώνονται ως τέτοια σε διάφορους καταλόγους, διαθήκες κλπ, είναι σίγουρο ότι η ταυτότητα και προέλευση αυτού του βιβλίου θα ήταν εξίσου αναγνωρίσιμη από τους σύγχρονους του αστρονόμου ή τουλάχιστον από μια μερίδα αυτών που θα περιελάμβανε τους λόγιους και καλλιεργημένους στα ελληνικά γράμματα. Τα στοιχεία που καθιστούν ακριβώς το βιβλίο αυτό αναγνωρίσιμο ως σταχωμένο κατά τον Βυζαντινό ή Ελληνικό τρόπο είναι τα παρακάτω:
Κατ’ αρχήν η πολύ χαρακτηριστική διακόσμηση στα άκρα του βιβλίου με τους δύο κόκκινους κύκλους που ενώνονται με πλοχμό είναι τυπική των χειρογράφων που σταχώθηκαν στην Κρήτη κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα και τις αρχές του 16ου. Την περίοδο αυτή στην Κρήτη άνθησε η παραγωγή ελληνικών χειρογράφων που προορίζονταν για την αγορά της Δύσης. Το γνωστότερο ίσως από τα βιβλιογραφικά εργαστήρια της εποχής αυτής στην Κρήτη είναι αυτό του Μιχαήλ και Αριστόβουλου Αποστόλη (1422-1478 και 1466-1535 αντίστοιχα), πολλά από τα βιβλία που παρήγαγαν βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα στις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες (εικ. 4).
Όπως και στον πίνακα του de Busi, οι πινακίδες των κωδίκων της εποχής είναι πάντα ξύλινες, αρκετά χοντρές και με διαστάσεις όμοιες με αυτές του σώματος του βιβλίου. Επίσης, κατά κανόνα φέρουν αυλάκι στα ελεύθερα άκρα του (εικ. 4, 5). Τα μεταλλικά στοιχεία (βούλες) στις γωνίες και το μέσον των πινακίδων του κώδικα προστάτευαν τα βιβλία από την τριβή, καθώς αυτή την εποχή τα βιβλία τοποθετούνταν οριζόντια και όχι κάθετα στα ράφια (εικ. 4). Τα κεφαλάρια – τα κεντημένα εκείνα ‘σιρίτια’ στα δύο άκρα της ράχης του κώδικα είναι πολύ χαρακτηριστικά στις βυζαντινές σταχώσεις τόσο λόγο της τεχνικής κεντήματος (που εδώ ο ζωγράφος παραλείπει), όσο και του τρόπου που αυτά καμπυλώνουν γύρω από τη ράχη και τις πινακίδες δημιουργώντας ένα χαρακτηριστικό πεταλόμορφο σχήμα (εικ. 6).
Τα κλείστρα είναι εξίσου χαρακτηριστικά σε αυτές τις σταχώσεις. Είναι φτιαγμένα με μια τεχνική που έμεινε απαράλλακτη από την αρχαιότητα, όπου δύο ταινίες δέρματος διέρχονται διαδοχικά η μία μέσα από την άλλη σχηματίζοντας πλοχμούς που σε τριαδική διάταξη με ένα μεταλλικό δακτύλιο αποτελούν το κλείστρο, το οποίο εφάρμοζε σε μια καρφίδα στο άκρο της απέναντι πινακίδας. Κατά κανόνα κάθε κώδικας είχε δύο τέτοια κλείστρα στο μπροστινό άκρο, όπως ακριβώς φαίνεται στον πίνακα του de Bussi (εικ. 5, 11).
Άλλα στοιχεία που θα περίμενε κανείς να δει, όπως η διακόσμηση στο κόκκινο κάλυμμα, δεν δηλώνονται. Προφανώς τα στοιχεία που αναφέρθηκαν μόλις παραπάνω ήταν αρκετά ώστε να κάνουν τον χαρακτήρα και την προέλευση του βιβλίου σαφώς αναγνωρίσιμη.
Η χαρακτηριστική τεχνική με τον οποία σταχώνονταν τα χειρόγραφα στην βυζαντινή εποχή διατηρήθηκε λίγο-πολύ αμετάβλητη μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, οπότε και σταδιακά άρχισε να αντικαθίσταται με στοιχεία και τεχνικές χαρακτηριστικές των σταχώσεων της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Ήδη από τον 18ο αιώνα η χαρακτηριστική αυτή τεχνική εγκαταλείφθηκε εντελώς.
Η περίπτωση του αστρονόμου του de Bussi δεν είναι μοναδική. Υπάρχουν άλλα δύο γνωστά παραδείγματα και πιθανότατα περισσότερα που δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα. Το πρώτο από αυτά είναι το έργο με τον Άγιο Παύλο του Pier Francesco Sacchi (έδρασε στην Γένοβα μεταξύ 1485 και 1528) στην εθνική πινακοθήκη του Λονδίνου (1520 περίπου, όπου και πάλι το βιβλίο που είναι ακουμπισμένο στο τραπέζι έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που το καθιστούν αναγνωρίσιμο ως ένα βιβλίο σταχωμένο με την βυζαντινή τεχνική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφαλάρι, το οποίο έχει εδώ αναπαρασταθεί με μεγάλη ακρίβεια δηλώνοντας ένα τύπο που είναι απολύτως χαρακτηριστικός των ελληνικών χειρογράφων μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα (σύγκρινε τις εικόνες 7 και 9 α). Το δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό του ταφικού μνημείο του Alvise Trevisan στην εκκλησία των San Giovanni e Paolo στην Βενετία. Ο Alvise ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας όταν πέθανε το 1528 από την πανώλη σε ηλικία 23 ετών. Η πολυμάθειά του στα Ελληνικά και τα Λατινικά ρητά αναφέρεται στην επιγραφή του μνημείου αλλά τονίζεται και από τα βιβλία που τον περιστοιχίζουν, τέσσερα από τα οποία αναγνωρίζονται ως σταχωμένα με την χαρακτηριστική βυζαντινή τεχνική (εικ. 10, 10α,10β).
Σε κάθε περίπτωση τα παραδείγματα είναι μάλλον λίγα αν λάβει κανείς υπόψη του την πληθώρα αναπαραστάσεων βιβλίων στα ζωγραφικά έργα της εποχής. Οι αναπαραστάσεις αυτές είναι κατά κανόνα τόσο ακριβείς ώστε να μπορεί κανείς συχνά να αναγνωρίσει ακριβώς τον τύπο της στάχωσης των βιβλίων και κατά περίπτωση να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα για την ταυτότητα των βιβλίων και των κειμένων που περιέχουν και συνεπώς για την ιδιότητα του προσώπου που παριστάνεται.
Η κίνηση ιδεών, λογίων, κειμένων και βιβλίων από την ανατολική Μεσόγειο στην δυτική Ευρώπη αλλά και οι πολιτικές βλέψεις Ιταλών, Γάλλων, αλλά και Ρώσων, και Ισπανών προς τον χαμένο θρόνο της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, δημιούργησαν μια σύνθετη κατάσταση στην οποία μεταξύ άλλων η απόκτηση, μελέτη, και φυσικά επίδειξη ελληνικών βιβλίων είχε σκοπό να δηλώσει τόσο την καλλιέργεια, και την παιδεία του κατόχου, όσο και την οικειοποίηση του πολιτισμού και της αίγλης της χαμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο εμφανίζεται η μόδα τα βιβλία –κυρίως χειρόγραφα αλλά συχνά και έντυπα- που περιείχαν κατά κύριο λόγο, αλλά όχι αποπληκτικά, ελληνικά κείμενα να βιβλιοδετούνται με τρόπους και τεχνικές που να μιμούνται λιγότερο ή περισσότερα πιστά την τεχνική και την εικόνα των βυζαντινών βιβλίων. Οι σταχώσεις αυτές ονομάζονταν τότε και τώρα alla Greca (‘κατά τον ελληνικό τρόπο’), με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους που την ίδια εποχή είχαμε ζωγραφική alla Greca, γραφή alla Greca, ρούχα και τρόπους ένδυσης alla Greca, θρησκευτικές λειτουργίες alla Greca κλπ. Κατασκευάζονταν κατά κανόνα κατά παραγγελία από Ουμανιστές και βιβλιόφιλους που φρόντιζαν και επιθυμούσαν όχι μόνο να πλουτίσουν τις βιβλιοθήκες τους προσθέτοντας ελληνικά κείμενα και βιβλία, αλλά και να εξωραΐσουν την μορφή και την εικόνα των βιβλίων τους επιλέγοντας για αυτά και πληρώνοντας, συχνά ακριβά, την κατάλληλη στάχωση. Η μόδα αυτή κράτησε από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα μέχρι το τέλος του 16ου. Κι εδώ η σημειολογία των βιβλίων αυτών επιβάλει την υιοθέτηση ορισμένων μόνο χαρακτηριστικών της τεχνικής τους και της εικόνας τους. Έτσι, υιοθετείται βέβαια η λεία ράχη, τα προεξέχοντα κεφαλάρια, τα κλείστρα με τους χαρακτηριστικούς πλοχμούς, οι πινακίδες που είχαν τις ίδιες διαστάσεις με το σώμα των βιβλίων, όπως και το αυλάκι που διατρέχει τις ακμές του. Την ίδια εποχή οι δυτικές βιβλιοδεσίες είχαν εξογκώματα στην ράχη, οι πινακίδες ήταν μεγαλύτερες κατά τι του σώματος των βιβλίων, τα κεφαλάρια δεν προεξείχαν από τις πινακίδες και τα κλείστρα ήταν εντελώς διαφορετικά. Αντίθετα στις σταχώσεις alla Greca η διακόσμηση του καλύμματος αλλά και των άκρων του σώματος των βιβλίων ακολουθεί εντελώς δυτικά μοτίβα και τεχνικές όπως είναι η χρυσοτυπία, ο επιχρωματισμός του δέρματος, το μωσαϊκό διαφορετικών δερμάτων, η διακόσμηση με χρυσό και εμπίεστα μοτίβα (gauffering) των άκρων του βιβλίου, τεχνικές που ήταν εντελώς άγνωστες στην βυζαντινή βιβλιοδετική.
Τέτοιες σταχώσεις παράγονταν αρχικά σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας, όπως η Βενετία, η Ρώμη, η Φλωρεντία και αργότερα στην Γαλλία και σε πολύ μικρό βαθμό ενδεχομένως στην Αγγλία. Τα ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα και την εθνικότητα των σταχωτών που δημιούργησαν αυτές τις σταχώσεις είναι πολλά και στην πλειοψηφία τους προς το παρόν αναπάντητα.
Το κόστος των σταχώσεων αυτών κατά τα φαινόμενα ήταν σημαντικό (και παραμένει, λόγω της σπανιότητάς τους, μέχρι σήμερα στο πλαίσιο της αγοράς σπάνιων βιβλίων), εξού και κατά κανόνα προορίζονταν για επιφανείς συλλέκτες όπως για παράδειγμα ο καρδινάλιος Fulvio Orsini (1529-1600), o ουμανιστής Gian Vincenzo Pinelli (1535-1601), ο τραπεζίτης και μαικήνας Johan Jakob Fugger (1516- 1575), ο θησαυροφύλακας του Γαλλικού θρόνου και μέγας βιβλιόφιλος Jan Grolier (1479-1565) κ.α. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στις βιβλιοφιλικές δραστηριότητες των βασιλιάδων της Γαλλίας, Φραγκίσκου Α΄(1494-15470) και του γιού του Ερρίκου Β΄(1519-1559). Στην βιβλιοθήκη του Fontainebleau υπήρχαν μεταξύ άλλων 600 περίπου ελληνικά βιβλία σταχωμένα με βιβλιοδεσίες alla Greca, οι οποίες στο σύνολό τους σχεδόν φυλάσσονται σήμερα στην εθνική βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Οι σταχώσεις αυτές, που έγιναν από τους καλύτερους βιβλιοδέτες της εποχής όπως ο Gommar Estienne, Etienne Roffet, ο Claude de Picques κ.α., χαρακτηρίζονται από την πολύ πλούσια και σύνθετη, τόσο σχεδιαστικά όσο και τεχνικά, διακόσμηση στις πινακίδες, την ράχη αλλά και τα άκρα του σώματος των βιβλίων (εικ. 13). Προκειμένου οι βιβλιοδέτες να διατηρήσουν λεία τη ράχη των βιβλίων χωρίς τα χαρακτηριστικά εξογκώματα, που οφείλονταν στην συρραφή των τευχών, οι Γάλλοι σταχωτές έκαναν μικρές εγκοπές σχήματος V στην ράχη των τευχών μέσα στις οποίες χωνεύουν τα νεύρα ραφής των τευχών. Οι εγκοπές αυτές που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη καλλιτεχνική βιβλιοδεσία ονομάζονται ακόμα σήμερα grecques, και η διαδικασία grecquage, από την γαλλική λέξη Grecque = Έλληνας, ελληνικό.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Anna Gialdini. Alla Greca? Matter and Meaning of Greek-Style Boobbindings in Renaissance Venice. PhD Thesis, University of the Arts, London, 2017.
Mina Gregori (επιμέλεια). Το Φως του Απόλλωνα. Ιταλική Αναγέννηση και Ελλάδα. Πινακοθήκη Μουσείο Αλε- ξάνδρου Σούτσου, Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α. Ε. Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2001-2004, Silvana Editoriale, 2003.
Anthony Hobson. Humanists and Bookbinders: the origins and diffusion of Humanistic Bookbinding, 1459-1559. Cambridge University press, 1989.
Nicholas Pickwoad. How Greek is Greek ? Western European imitations of Greek-style Bindings. Βιβλιοαμφιάστης 3, 2008.
Marie-Pierre Laffitte και Fabienne Le Bars. Reliures royales de la Renaissance: la librairie de Fintainebleau 1544-1570. Biblio- thèque Νationale de France, 1999.
Ο Γιώργος Μπουδαλής είναι συντηρητής βιβλίων, αρχείων και έργων τέχνης σε χαρτί. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιστρέφονται γύρω από την διατήρηση των βιβλίων και την εξέλιξη και ιστορία των τεχνικών κατασκευής τους από την αρχαιότητα έως τον 18ο αιώνα. Έχει δημοσιεύσει σχετικά άρθρα και μελέτες και το 2018 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο: The codex and crafts in late antiquity. Bard Graduate Center, New York: 2018.
1 Απόσπασμα από επιστολή του καρδινάλιου Fulvio Orsini προς τον Gian Vincenzo Pinelli με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1573.