27/07/2020
Απόκοσμη ησυχία, σπάνιο πράμα σε νοσοκομείο. Λες και ξαφνικά τίποτα δε λειτουργούσε, το μόνο που άκουγες ήταν κάποιες τηλεοράσεις από τα δωμάτια, εκπομπές και αναλύσεις που εδώ μέσα δεν έχουν καμία σημασία. Εδώ μέσα τίποτα δεν έχει σημασία, σαν ο χρόνος να κυλάει αλλιώς όταν περάσεις αυτήν την πόρτα και βάλεις τις πιζάμες σου. Αυτά σκεφτόταν η Μαρία όταν άκουσε την πόρτα του θαλάμου ν’ ανοίγει, τον είδε να μπαίνει και σαν υπνωτισμένος, χωρίς να κοιτάει αριστερά δεξιά, πήγε και στάθηκε μπροστά από το κρεβάτι που ήταν δίπλα στο δικό της, πιάστηκε από το κάγκελο του κρεβατιού, έσκυψε και το φίλησε. "Έξι μήνες πέρασα εδώ, σ’ αυτό το κρεβάτι. Δε θα τους ξεχάσω ποτέ", είπε. Την κοίταξε, μα δεν περίμενε απάντηση, είχε έρθει μόνο για να πει. Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε. Είχε κάνει το χρέος του, είχε προσκυνήσει τον δικό του θεό. Τον ευχαρίστησε γι’ αυτό το θαύμα που του έδωσε πίσω τη ζωή του. Διέσχισε τον ήσυχο, μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα της εξόδου και την έκλεισε πίσω του με την ελπίδα ότι ήταν για πάντα.
Η Μαρία κοίταξε όλο νόημα την Ελένη και τον Θανάση απέναντι και σιωπηλά συμφώνησαν να μην το σχολιάσουν. Συνέχισαν να σκοτώνουν το χρόνο τους περιμένοντας. Τι άλλο; Την επίσκεψη των γιατρών. Περνούσαν μια φορά την ημέρα, γύρω στο μεσημέρι, και ενημέρωναν για την τρέχουσα κατάσταση των ασθενών. Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από τη μεταμόσχευσή της και η Μαρία δεν πίστευε πόσο τυχερή ήταν, της είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει και πάλι φυσιολογικά, να ξαναβρεί τον εαυτό που τόσα χρόνια αναζητούσε από μηχάνημα σε μηχάνημα. Να 'ναι καλά το μηχάνημα που την κράτησε ζωντανή για να έρθει τούτη η ώρα να ξαναζήσει σαν κανονικός άνθρωπος. Μα τώρα, μια σκέψη μόνο της τριβέλιζε το μυαλό. Πώς ζούνε οι κανονικοί άνθρωποι; Φοβήθηκε μήπως και το ‘χε ξεχάσει. Ποιον κοροϊδεύει; Τίποτα το κανονικό δεν είχε ζήσει χρόνια τώρα, τίποτα το κανονικό δεν υπάρχει στο να ζεις με ένα ξένο όργανο στο σώμα σου, τίποτα το κανονικό δεν υπάρχει στο να ζεις χάρη σε ένα ξένο όργανο, να μην έχεις καν γνωρίσει τον πιο σημαντικό άνθρωπο στη ζωή σου, αυτόν που στην έδωσε πίσω.
Η Μαρία το ήξερε πια, το κανονικό δεν ήταν γι’ αυτήν και είχε αρχίσει στ’ αλήθεια να της αρέσει. Οι σκέψεις της διακόπηκαν γρήγορα από τη φασαρία στον διάδρομο, τη μεγάλη αρτηρία της κλινικής, εκεί κυλούσε το φρέσκο αίμα και μετά πήγαινε στα δωμάτια. Γιατροί, νοσηλευτές, νέοι και παλιοί ασθενείς, επισκέπτες, όλοι περνούσαν απ’ τον διάδρομο. Αυτός ο διάδρομος κρατούσε ζωντανή τη μονάδα, σημείο συνάντησης, πέρασμα αναπόφευκτο, μια ανάσα από την έξοδο, ένα βήμα πιο κοντά στο σπίτι σου. Η Μαρία σκεφτόταν τη μέρα που θα τον περπατούσε με τη βαλιτσούλα της στο χέρι, την είχε σκεφτεί πολλές φορές αυτήν τη στιγμή. Θα χαιρετούσε τους νοσηλευτές, τους γιατρούς της και φυσικά την κυρία Τσαμπίκα στο δίπλα δωμάτιο, αυτήν την πολυλογού από τη Ρόδο που ρούπι δεν είχε κάνει από το δωμάτιο του γιου της μέρες τώρα. Πώς θα περνούσαν οι μέρες εδώ μέσα χωρίς τις ιστορίες της ένας θεός το ξέρει. Οι ιστορίες των νοσοκομείων. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσε να γράψει, αν το έπαιρνε σοβαρά. Ακούστηκε φασαρία στον διάδρομο, αναταραχή, οι γιατροί τρέχουν, στο χειρουργείο για μεταμόσχευση, παλιά ζωή που γίνεται νέα. Ας κοιμηθώ, δεν θα περάσουν σύντομα να μας δουν σκέφτηκε η Μαρία, η κανονικότητα μπορεί να περιμένει έναν υπνάκο.
Σιάνη Κατερίνα
Φωτογραφία: Σιάνη Κατερίνα