03/10/2020
Ας ξεκινήσουμε με μια αυταπόδεικτη παραδοχή: η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα όλον. Το να ειδωθεί το σώμα ως κάτι αποκομμένο από τον ψυχισμό είναι όχι απλώς ανεδαφικό αλλά και επικίνδυνο. Η διάσπαση της ολότητας διαταράσσει την ισορροπία, κάνει το ανθρώπινο οικοδόμημα να καταρρεύσει. Κατ’ αντιστοιχία, η γραφή –ως μια διαδικασία που απαιτεί ψυχή και σώμα του συγγραφέα για να ταράξει ψυχή και σώμα του αναγνώστη- αν δεν λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη ύπαρξη στην ολότητά της και τη μάχη που εκτυλίσσεται εντός του εαυτού, αλλά αντιμετωπίζει ξεχωριστά είτε το σώμα είτε τον ψυχισμό, είναι μια γραφή που χάνει την ολότητά της, κατά μια έννοια και την ταυτότητά της. Ο Ουίλιαμ Φώκνερ στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ είπε ότι «αυτό είναι το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει κανείς να γράφει, αυτό είναι το μόνο που αξίζει τον κόπο και τον ιδρώτα»[1], το να γράφει δηλαδή κανείς για αυτή την αέναη «διαμάχη του εαυτού». Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει τα Έξοδα Νοσηλείας και στέκεται καρτερικά πάνω ακριβώς από την οδύνη που προκύπτει όταν νοσεί είτε το σώμα είτε η ψυχή. Αυτός είναι και ο πρώτος από τους λόγους που το βιβλίο αυτό γοητεύει.
Και από την άλλη, πώς να γράψει κανείς για αυτήν την αέναη διαμάχη αν πρωτίστως δεν αφουγκραστεί τα απόνερα της διαμάχης αυτής; Με άλλα λόγια, πώς να καταπιαστεί με τόσο βάθος αν πρώτα απ’ όλα δεν δει τη σύγκρουση που προκύπτει όταν πάει να γράψει για τον πόνο; Η Όλγκα Τοκάρτσουκ στους Πλάνητες γράφει πως «πρέπει να διερευνήσουμε τον πόνο μας»[2] και να δούμε τα πράγματα αλλιώς˙ πώς θα ήταν για παράδειγμα αν «η ψυχή ήταν θνητή και το σώμα αθάνατο»;[3] Αυτή τη διαμάχη και τη σύγκρουση των αντιθέσεων που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ο Χατζημωυσιάδης την παρουσιάζει σε όλο της το μεγαλείο. Και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που το βιβλίο του γοητεύει.
Η πρώτη ένδειξη διαμάχης με την οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας βρίσκεται ήδη στο εξώφυλλο: η εικόνα του τελευταίου μάλλον πίνακα που ζωγράφισε ο μεγάλος ζωγράφος Βαν Γκόγκ: «Σιταροχώραφο με κοράκια». Ο συγκεκριμένος πίνακας εμπεριέχεται στο κείμενο, με την έννοια ότι αποτελεί το υπόστρωμα στο οποίο προσπαθεί να κοιμηθεί ο βασικός ήρωας και αποκτά πολλούς συμβολισμούς που πολύ συχνά δεν γίνονται κατανοητοί με την πρώτη ανάγνωση, ωστόσο μας οδηγούν στις πρώτες αντιθέσεις: αυτά τα χρυσαφένια σιταροχώραφα, που ο άνεμος κινεί πέρα δώθε, είναι που συμβολίζουν μια ανεμοδαρμένη ενήλικη ζωή, ενώ στην ουσία ο ήρωας αποζητά εκείνες «τις πράσινες πεδιάδες που απλώνονται πέρα μακριά, εκεί που ευδοκιμούν πολύχρωμα άνθη και καρποφόρα δέντρα».
Πρόκειται για τον Άνθιμο Νικολάου, τον βασικό ήρωα του βιβλίου, ο οποίος είναι ένας νοσοκόμος κοντά στα σαράντα. Υπάλληλος ενός ιδιωτικού συνεργείου παροχής φροντίδας, που υπακούει στις εντολές ενός εργοδότη, ο οποίος αποδεικνύει περίτρανα αυτό που δείχνει και η επικαιρότητα: η υγεία και η οικονομία είναι δυο έννοιες διαφορετικώς από τον καθένα νοούμενες και αντιστρόφως ανάλογες. Είναι μελαγχολικός, ζει απομονωμένος και υποφέρει από αϋπνίες που τροφοδοτούνται από παιδικά τραύματα. Δυσκολεύεται να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά από τους ασθενείς που φροντίζει, γεγονός που δημιουργεί συνεχώς προβλήματα με τον εργοδότη του και ενισχύει τις δικές του υπαρξιακές αγωνίες. Τα βράδια που δεν μπορεί να κοιμηθεί παλεύει να ενώσει τα κομμάτια ενός πάζλ που απεικονίζει το «Σιταροχώραφο με κοράκια». Η αφήγησή του είναι τόσο δυνατή, τόσο ζωντανή και άμεση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κόπωση και τη θλίψη που ο ίδιος νιώθει. Η αϋπνία φέρνει αποσύνθεση και από την άλλη αντιμετωπίζεται με σύνθεση: των κομματιών ενός παζλ που συμβολίζει την ίδια την ύπαρξη, τη ζωή και τον θάνατο ταυτόχρονα.
Ο Άνθιμος Νικολάου κάποια στιγμή καλείται να φροντίσει έναν ασθενή -περίπου στην ίδια ηλικία με τον ίδιο- που πάσχει από εγκεφαλίτιδα. Η ασθένειά του έχει κάνει τα άκρα του να παραλύσουν, αλλά το μυαλό του είναι ακόμα άθικτο σε αντίθεση με άλλους γηραιότερους ασθενείς που μπορούν να κουνήσουν χέρια και πόδια αλλά το μυαλό τους αναζητά ακόμα κάποιον από καιρό χαμένο Θοδωράκη και δεν μπορεί να θυμηθεί πρόσωπα και εικόνες. Ο ασθενής στέλνει λίγο πριν το θάνατό του στον φροντιστή του ένα e-mail, όπου εξομολογείται τη δική του μελαγχολική ζωή. Είναι σαν αυτό το e-mail να είναι απλώς ένα τέχνασμα, μια πρόφαση, σαν να το στέλνει ο ίδιος ο βασικός ήρωας στον εαυτό του. Πρόκειται για δυο, λοιπόν, μονολόγους σε ένα συναρπαστικό ντουέτο. Σε τέτοιο βαθμό συγκλίνουν οι υπαρξιακές τους αγωνίες, οι προσωπικές τους προτιμήσεις, ακόμα και ο τρόπος που εκφράζονται, που θα μπορούσε εν τέλει να είναι ένα και μόνο άτομο. Οι φωνές τους συντονίζονται ακόμα και μέσα στη σιωπή του νοσοκομειακού θαλάμου. Δεν χρειάζεται να μιλούν. Η απλή γνωριμία ενός ασθενή κι ενός νοσοκόμου εξελίσσεται σε μια ανείπωτη φιλία.
Κάπως έτσι οι αντιθέσεις συνεχίζονται: ο ένας είναι αρτιμελής αλλά οι ανοιχτές πληγές του παρελθόντος τον καθηλώνουν και ο άλλος έχει έναν εγκέφαλο να λειτουργεί ενώ τα άκρα παραλύουν. Η κίνηση και η εγρήγορση εδώ αντιδιαστέλλονται με τη σιωπή. Μια γιαγιά που ενώ τα έχει χαμένα, γράφει ποιήματα. Ένας άνθρωπος που ενώ διαλύεται, βρίσκει τον τρόπο να κάνει χιούμορ. Μέσα στα σκοτεινά νεκροτομεία και τα ψυχρά κυλικεία των νοσοκομείων εμφανίζεται ένας γκροτέσκος νοσοκόμος και το χιούμορ λειτουργεί σαν χαραμάδα απ’ όπου μπαίνει φως και ζέστη. Την ίδια εσωτερική θερμότητα εκπέμπουν και τα στιχάκια της γιαγιάς του Θοδωράκη, εκείνα για τον «μπαμπά της σκέτης ζάχαρης, μπαμπά της σκέτης άχνης».
Επομένως, ενώ το κείμενο αναδεικνύει πληθώρα αντιθέσεων, μένει προσηλωμένο στην ολότητα. Στην ολότητα εκείνη που νοσεί αν έστω και ένα από τα μέρη της νοσεί. Δείχνει τον διαμελισμό, δείχνει την διάσπαση του εγώ, τον διαχωρισμό του φαίνεσθαι και του είναι, αλλά και την τραγωδία που επιφέρουν όλα αυτά, εστιάζοντας στην σύγκρουση των αντιθέσεων. Μια σύγκρουση που, όμως, αποδεικνύει το καλοδουλεμένα κείμενο, έναν συγγραφέα με διάθεση να μιλήσει για πράγματα που συνήθως κρύβονται κάτω από το χαλάκι, που δεν φοβάται να εκτεθεί και μαζί να εκθέσει και τους αναγνώστες του. Γιατί όλα αυτά τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι στάσεις ζωής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έρχονται και κουμπώνουν στις πραγματικές ζωές των αναγνωστών, στην πραγματική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόκειται, ωστόσο, για μια σύγκρουση τόσο αρμονική όσο και εκκωφαντική ταυτόχρονα. Και αυτό το οξύμωρο γεννά έναν λόγο αυθεντικό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που η γραφή του Χατζημωυσιάδη γοητεύει.
Η αυθεντικότητα της γραφής του προκύπτει και από το γεγονός ότι γράφει για μια ολόκληρη κοινωνία που νοσεί, για ανθρώπους του σήμερα που διασπώνται και αποσυντίθενται για λόγους που επιβάλλονται έξωθεν και είναι δύσκολο να διαχειριστεί κανείς έσωθεν. Αποκούμπι σε μια τέτοια συνθήκη –αλλά και σε κάθε συνθήκη- είναι για τον ίδιο η γραφή˙ τρόπος έκφρασης, τρόπος διατήρησης της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, τρόπος ανίχνευσης του νοήματος της ζωής, τρόπος -τελικά και πάνω απ’ όλα- να αντιμετωπιστεί ο φόβος του θανάτου.
Τέλος, είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο Χατζημωυσιάδης καταθέτει τα χρονικά πήγαινε-έλα από την ενήλικη ζωή στην παιδική, συνθέτει τις πληροφορίες από την πραγματικότητα στην ονειροπόληση, αναμειγνύει τους συμβολισμούς και μοιάζει σαν όλο το κείμενο να είναι μια κοινωνική, πολιτική ή προσωπική αλληγορία. Υπάρχει, μυστήριο και αναπάντητα ερωτήματα, που αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη, όπως και στιγμές που οι λέξεις μοιάζουν να ξεπήδησαν από ένα δοκίμιο γραμμένο από χέρι που παρατηρεί σε βάθος τους ανθρώπους και την κοινωνία. Άλλες φορές, οι μονόλογοι παραπέμπουν σε ημερολογιακή γραφή λόγω του εξομολογητικού χαρακτήρα και άλλες οι σκηνές περιγράφονται με λεπτομέρεια σαν να παίζεται δράμα στο σινεμά.
Τα Έξοδα Νοσηλείας είναι ένα βιβλίο που μπορεί να βυθίσει σε σκέψη, σε στοχασμό και σίγουρα μετά την ανάγνωσή του ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι ίδιος. Ακριβώς, επειδή είναι να βιβλίο που πηγάζει απευθείας από τη ψυχή του συγγραφέα και επηρεάζει τον ψυχισμό του αναγνώστη. Αυτή η άμεση μετάγγιση είναι που δημιουργεί τελικά τον αυθεντικό λόγο και καταλαγιάζει τη διάσπαση που προκαλεί η σύγκρουση τόσων αντιθέσεων. Σαν να είναι αλληλοσυμπηρώσεις τελικά, μας λένε οι ήρωες, και όχι αντιθέσεις, σαν η ζωή και ο θάνατος να συνυπάρχουν εξαρχής στους ανθρώπους. Αναπόφευκτα, ο Χατζημωυσιάδης καταφέρνει να γίνει ένας από τους συγγραφείς που «σε αρπάζουν απ’ τον λαιμό, σε σηκώνουν στον αέρα και σου σφίγγουν το λαρύγγι»[4], όπως ο ίδιος έγραψε για άλλους συγγραφείς -χωρίς να έχει επίγνωση ότι ανήκει και ο ίδιος σ’ αυτήν την κατηγορία.
Έξοδα Νοσηλείας
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Εκδόσεις: Ενύπνιο (2020)
σελ. 176
[1] […]the young man or woman writing today has forgotten the problems of the human heart in conflict with itself which alone can make good writing because only that is worth writing about, worth the agony and the sweat.
[2] Όλγκα Τοκάρτσουκ, Πλάνητες, εκδόσεις Καστανίωτη (2020), σελ 203
[3] ό.π. σελ. 141
[4] Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, εκδόσεις Κίχλη (2018), σελ. 166