12/05/2021
Το κορίτσι φοβάται να βουτήξει στη θάλασσα, το κύμα φέρνει αφρούς στα ποδαράκια της και την ανατριχιάζει. Δεν θέλει να αφήσει το χέρι της μαμάς της, φέρνει σβούρες γύρω από τα πόδια της, στιγμή δεν την αφήνει. Η μαμά της γελάει, προσπαθεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό που σχημάτισαν στα πόδια της τα χέρια της κόρης της.
«Ροζαλία, δεν θα βουτήξεις; Έλα, αγάπη μου, σε κρατάω! Κοίτα την, κοκάλωσε! Βοήθησέ με, έλα να την πιάσεις!»
Ο άντρας της πλησιάζει γελώντας, κάνει παιχνιδίσματα στη Ροζαλία, πάει δήθεν να την πιάσει για να την ρίξει στο νερό, το κορίτσι κλαίει και γελάει συγχρόνως.
«Εντάξει, λουλούδι μου, μην φοβάσαι, δεν σε ρίχνω μέσα.»
Σήμερα είναι η πρώτη επαφή της Ροζαλίας με τη θάλασσα. Οι γονείς της προσπάθησαν να την βάλουν στο νερό. Είναι άνοιξη, αλλά κάνει ζέστη καλοκαιριού. Το νερό όμως είναι κρύο και το άγνωστο περιβάλλον τάραξε τη μικρούλα, που κρύβει με τα μακριά σγουρά μαλλιά της τα φοβισμένα μάτια της. Η μαμά της την αγκαλιάζει και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Εντάξει, μωρό μου, άκου τι θα κάνουμε. Θα γυρίσουμε στο αυτοκίνητο και θα πάμε σε ένα μέρος μαγικό, θα δεις κάτι που δεν το φαντάζεσαι. Κι άσε τη θάλασσα! Τι λες;»
Η Ροζαλία αποκαλύπτει τα μεγάλα μαύρα μάτια της και κοιτάζει λοξά τη μαμά της, με περιέργεια. Ρίχνει μια ματιά και στον μπαμπά της, κι εκείνος της κλείνει το μάτι. Στο στόμα της σχηματίζεται ένα μικρό χαμόγελο που λάμπει μέσα στα δάκρυά της.
Μία ώρα αργότερα, το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο στην άκρη ενός αγροτικού δρόμου, στον κάμπο. Έξω από το αυτοκίνητο, η Ροζαλία είναι ζαλισμένη και μισοκοιμισμένη από τη διαδρομή, και συνέρχεται στην αγκαλιά του μπαμπά της, ο οποίος της χαϊδεύει τα ανακατεμένα μαλλιά. Η μαμά της τσιμπάει τρυφερά το χέρι της και την φιλάει στο κεφάλι, ενώ παράλληλα ο μπαμπάς της δίνει ένα φιλί στον λαιμό της γυναίκας του. Η Ροζαλία ανοίγει τα μάτια και χαμογελάει στους γονείς της νυσταγμένα, ακούγοντας τον μπαμπά της να μιλάει.
«Ροζαλία, βλέπεις εκεί κάτω εκείνα τα δέντρα, μια θάλασσα ροζ που κυματίζει στο φύσημα του ανέμου; Λέγονται ροδακινιές, είναι ολάνθιστες, στο όνομα της άνοιξης. Πάμε να βουτήξεις εκεί;»
Στο άκουσμα της λέξης θάλασσα, το κορίτσι σμίγει τα μάτια κι ετοιμάζεται να δακρύσει. Προτού όμως κυλήσει το έτοιμο δάκρυ, κοιτάζει καλύτερα και καταλαβαίνει τη διαφορά. Τώρα συνειδητοποιεί την ομορφιά της εικόνας που έχει μπροστά της: δέντρα πολλά, ατέλειωτα, αμέτρητα, και … ροζ! Το αγαπημένο της χρώμα. Η Ροζαλία έχει ξυπνήσει για τα καλά, αφήνει την αγκαλιά του πατέρα και αρχίζει να τρέχει γρήγορα και άτσαλα προς τις ροδακινιές. Πίσω της τρέχουν γελώντας οι γονείς της, κρατιούνται απ’ το χέρι, την αφήνουν να πέσει, να ξανασηκωθεί, να πέσει ξανά και ξανά, να κλαίει και να γελάει.
Βρίσκονται τώρα οι τρεις τους κάτω από το πυκνό ροζ ταβάνι των δέντρων. Η Ροζαλία κοιτάζει τα φυλλώματα με γουρλωμένα μάτια και μισάνοιχτο στόμα, ενώ συγχρόνως ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών, προσπαθώντας να αγγίξει τα χρωματιστά ανθάκια. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί, τεντώνει τα χέρια προς τη μαμά της για να την σηκώσει εκείνη μέχρι τον ευσεβή πόθο της. Ο μπαμπάς και η μαμά της δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμα, μονάχα φωνάζουν ενθουσιασμένοι.
«Ροζαλία, πήδα όσο πιο ψηλά μπορείς! Πήδα, να φτάσεις τα λουλουδάκια! Μπορείς!»
Η μικρούλα πεισμώνει, προσπαθεί, πηδάει, λίγα εκατοστά, λίγο ακόμα, φτάνει ως εκεί που μπορεί. Αλλά είναι αδύνατο να αγγίξει έστω ένα άνθος, είναι πολύ ψηλά. Οι γονείς της είναι χαρούμενοι, γελάνε, την ενθαρρύνουν. Κουρασμένη η Ροζαλία, αλλά όχι αποκαρδιωμένη, συνεχίζει να προσπαθεί, γελάει και κλαίει, χαίρεται κι απογοητεύεται, λαχανιάζει και ξαναρχίζει. Κάποια στιγμή δείχνει να παραιτείται. Οι γονείς της γονατίζουν δίπλα της και της μιλούν γλυκά.
«Για σήμερα μόνο, για μια φορά, θα σου τα φέρουμε τούμπα. Θα γυρίσουμε ανάποδα τους κορμούς και θα ακουμπήσουν τα ανθισμένα ροζ μπουμπούκια στο έδαφος! Με έναν όρο όμως: θα βουτήξεις μέσα στη ροζ θάλασσα.»
Στο άκουσμα της θάλασσας, η Ροζαλία βουρκώνει ξανά κι αυτήν τη φορά τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στα μάγουλα της, κι από κει σαν καταρράκτες στα ρούχα και τα χέρια της. Ξαφνικά, οι γονείς της την πιάνουν και την γυρίζουν ανάποδα. Και τότε, ταυτόχρονα μ’ εκείνη, γυρίζουν ανάποδα και τα δέντρα.
Οι κορμοί βρίσκονται ορθωμένοι προς τον ουρανό, σαν πάσσαλοι προβλήτας, και η γη γίνεται ροζ, όλο το χώμα ροζ, κυματιστά άνθη ροδακινιάς όλη η πλάση. Τα δάκρυα της Ροζαλίας γίνονται πια ποτάμια, χείμαρροι, πέφτουν στα ροζ μπουμπούκια και τα καλύπτουν, μετατρέπονται σε πραγματική ροζ θάλασσα. Το ροζ νερό αρχίζει να καλύπτει τα σώματα των γονιών της, ώσπου καταπίνει και τη Ροζαλία. Το κορίτσι νιώθει τα χέρια της μαμάς και του μπαμπά να την αφήνουν, είναι μόνη, φοβάται, προσπαθεί να κλάψει κι άλλο. Αλλά είναι πια ολόκληρη ένα δάκρυ, μια ροζ θάλασσα.
Έτσι, μέσα στη δική της θάλασσα από ροζ δάκρυα, αρχίζει να κουνάει χέρια και πόδια, να κινείται αργά μέσα στα ρόδινα νερά, να προχωράει ολοένα πιο βαθιά, και να οι βουτιές, να και τα μακροβούτια! Τα κλαδιά των ροδακινιών μοιάζουν με φύκια, η Ροζαλία παίζει μαζί τους, αγγίζει τα ανθάκια, πιάνεται από τις συστάδες και στροβιλίζεται. Αναπνοή, δάκρυα, γέλια και νερό έχουν γίνει ένα, ροζ. Το κορίτσι είναι στον βυθό, κολυμπάει, κλαίει, γελάει, αγαπάει. Τους γονείς της, που της χαμογελούν έξω από το νερό, που είναι αγκαλιασμένοι και της στέλνουν ρόδινα φιλιά.
Το αυτοκίνητο σταματάει. Η μαμά σβήνει τη μηχανή και βγάζει τη ζώνη της. Ο μπαμπάς ανοίγει την πίσω πόρτα, αφαιρεί τη ζώνη της Ροζαλίας και βγάζει την κόρη του από το αυτοκίνητο μέσα στην αγκαλιά του. Είναι μισοζαλισμένη, ξυπνάει αργά. Είναι δακρυσμένη, αλλά ένα χαμόγελο φωτίζει τις άκρες των χειλιών της. Ανοίγει τα μάτια, χαμογελάει στον μπαμπά της, κοιτάζει τη μαμά της, και μετά πέρα, στον κάμπο. Οι ροζ συστάδες! Οι ανθισμένες ροδακινιές είναι εκεί. Ελευθερώνεται γρήγορα από τα χέρια του μπαμπά της κι αρχίζει να τρέχει άτσαλα, ελεύθερα, πέφτει, ξανατρέχει. Πίσω τρέχουν οι γονείς της, αργά, την αφήνουν, της γελάνε όταν κοιτάζει πίσω να τους δει, κοιτάζονται ευτυχισμένοι. Οι ροδακινιές είναι ακόμα λίγο μακριά. Αλλά σύντομα θα φτάσει. Κι ενώ τρέχει, πέφτει, σηκώνεται, ξαναπροσπαθεί, η Ροζαλία κοιτάζει τους γονείς της και τους λέει:
«Μαμά, μπαμπά! Η ροζ μου θάλασσα!»
Βασίλης Ψηλακάκος